παρακλείδιον

παρακλείδιον
παρακλείδιος
false key
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρακλείδιος — ον, Α 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακλείδιον κλειδαριά, κλειδωνιά, κλείθρο («κιβωτὸς κειμένου παρακλειδίου», πάπ.) 2. φρ. «παρακλείδιος κλείς» αντικλείδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κλείς, ειδός «κλειδί» + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”